- ἐρεθιστικῶν
- ἐρεθιστικόςoffem gen plἐρεθιστικόςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαστρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, του βλεννογόνου του στομάχου. Η απλή οξεία γ. είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται μετά τη βρώση ουσιών ποσοτικά και ποιοτικά ερεθιστικών, όπως φάρμακα, οινοπνευματώδη ποτά, καφές, τροφές με άφθονα καρυκεύματα, παγωμένες ή … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
πνευμονοκονίαση — η, Ν ιατρ. πάθηση την οποία προκαλεί η εισπνοή ποικιλίας οργανικών ή ανόργανων κόνεων ή χημικών ερεθιστικών ουσιών, συνήθως για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. pneumonoconiosis (< πνεύμων, ονος + κονίαση] … Dictionary of Greek